- τρίτροχος
- üç tekerlekli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τρίτροχος — η, ο, Ν 1. (για όχημα) αυτός που έχει τρεις τροχούς 2. το ουδ. ως ουσ. το τρίτροχο ποδήλατο ή αυτοκίνητο με τρεις τροχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τροχός (πρβλ. δίτροχος). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στην εφημερίδα Εφημερίς τού Λαού] … Dictionary of Greek
τρίτροχος — η, ο 1.αυτός που έχει τρεις τροχούς. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίτροχο όχημα με τρεις τροχούς, τρίκυκλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)